-
1 συκοφαντή
σῡκοφαντῇ, συκοφαντέωto be a: pres subj mp 2nd sgσῡκοφαντῇ, συκοφαντέωto be a: pres ind mp 2nd sgσῡκοφαντῇ, συκοφαντέωto be a: pres subj act 3rd sg -
2 συκοφαντῇ
σῡκοφαντῇ, συκοφαντέωto be a: pres subj mp 2nd sgσῡκοφαντῇ, συκοφαντέωto be a: pres ind mp 2nd sgσῡκοφαντῇ, συκοφαντέωto be a: pres subj act 3rd sg -
3 συκοφάντη
-
4 συκοφάντῃ
-
5 ὑπ-εύθῡνος
ὑπ-εύθῡνος, rechenschaftspflichtig, bes. der dem Staate wegen eines verwalteten Amtes Rechenschaft schuldig ist, verantwortlich; ἀρχή, im Gegensatz von μουναρχίη, Her. 3, 80, wie Aesch. τραχὺς μόναρ-χος, οὐδ' ὑπεύϑυνος κρατεῖ, Prom. 324; ὑπ. πόλει Pers. 209; παραίνεσις, Thuc. 3, 43; im Heliasteneide, Dem. 24, 150. Ueberh. unterworfen, abhängig, nicht sein eigner Herr, τὸ δούλων σῶμα ὑπεύϑυνον τῶν ἀδικημάτων id. 24, 167; auch = schuldig, τινός, Antiph. 6, 43; Luc. salt. 27; – τινί, unterworfen, τιμωρίᾳ Lycurg. 148, κινδύνῳ 129; vgl. Dem. 18, 189; τῷ συκοφάντῃ Aesch. 2, 170.
См. также в других словарях:
συκοφαντῇ — σῡκοφαντῇ , συκοφαντέω to be a pres subj mp 2nd sg σῡκοφαντῇ , συκοφαντέω to be a pres ind mp 2nd sg σῡκοφαντῇ , συκοφαντέω to be a pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφάντῃ — σῡκοφάντῃ , συκοφάντης common informer masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντικός — ή, ό / συκοφαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [συκοφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «συκοφαντική… … Dictionary of Greek
πανδελέτειος — ον, Α [Πανδέλετος] (κωμική λ.) πανούργος και μοχθηρός σαν τον Πανδέλετο, ξακουστό Αθηναίο συκοφάντη … Dictionary of Greek
συκοφάντημα — τὸ ΜΑ [συκοφαντῶ] επινόημα, τέχνασμα συκοφάντη, ψευδής κατηγορία, συκοφαντία αρχ. σοφιστικό τέχνασμα, σόφισμα … Dictionary of Greek
συκοφαντία — η, ΝΜΑ [συκοφάντης] η ενέργεια τού συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή μσν. παρερμηνεία αρχ. 1. λογική απάτη, σόφισμα 2. καταπίεση 3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.) β)… … Dictionary of Greek
Θεσμοφοριάζουσες — Κωμωδία του Αριστοφάνη. Παρουσιάστηκε στη σκηνή το 411 π.Χ. μαζί με τη Λυσιστράτη και στηρίζεται στο εύρημα ότι οι γυναίκες της Αθήνας σχεδιάζουν να πάρουν σοβαρά μέτρα εναντίον του αδιόρθωτου συκοφάντη τους, Ευριπίδη. Η εποχή που εκτυλίσσεται η… … Dictionary of Greek
Κλέων — I (; – 422 π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, γιος του ευκατάστατου βυρσοδέψη Κλεαινέτου. Υπήρξε ο πρώτος σημαντικός πολιτικός της εποχής του που προερχόταν από τον εμπορικό κόσμο. Γι’ αυτό τον λόγο, οι αριστοκρατικοί άσκησαν έντονη πολεμική εναντίον του … Dictionary of Greek
συκοφαντικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αναφέρεται στη συκοφαντία ή το συκοφάντη: Πρόκειται για συκοφαντικές διαδόσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)